πρωτοπιάνω

πρωτοπιάνω
πρωτόπιασα, πρωτοπιάστηκα, πρωτοπιασμένος
1. πιάνω κάτι για πρώτη φορά: Σήμερα πρωτόπιασα στα χέρια μου έβενο.
2. πρώτος πιάνω κάτι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ρωτόπιασμα — το, Ν [πρωτοπιάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πρωτοπιάνω 2. μτφ. έναρξη μιας ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπιαστος — η, ο, Ν [πρωτοπιάνω] αυτός που πιάνεται πρώτος ή για πρώτη φορά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”